Διαδρομές στη διδασκαλία της νέας ελληνικής γλώσσας

Πληροφορίες μαθήματος

Α7. ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ: Η Γλώσσα και η σκέψη στον δίγλωσσο ομιλητή
(Α7. ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ)

Καλώς ορίσατε στον κόσμο της Διγλωσσίας!

Στόχος αυτής της ενότητας είναι η συνοπτική και, κατά το δυνατόν, ολοκληρωμένη παρουσίαση των ζητημάτων που αφορούν την ατομική διγλωσσία. Στα κεφάλαια που περιέχονται παρουσιάζουμε το πώς ορίζεται η διγλωσσία και οι διαφορετικοί τύποι της, όπως επίσης ποιες είναι οι επιπτώσεις της διγλωσσίας στη γλωσσική και νοητική ικανότητα του ατόμου. Η σύγκριση αφορά τις ικανότητες του δίγλωσσου σε σχέση με τον μονόγλωσσο ομιλητή.

Στο πρώτο κεφάλαιο  παρουσιάζουμε σφαιρικά τη διγλωσσία ως φαινόμενο που έχει κατακτήσει  το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού. Για το λόγο αυτό,  συζητάμε καταρχάς πώς ορίζεται η διγλωσσία και ποιους διαφορετικούς  τύπους δίγλωσσων ομιλητών μπορούμε να συναντήσουμε. Στη συνέχεια  αναφερόμαστε στην Υπόθεση της Κρίσιμης Περιόδου για τη γλωσσική ανάπτυξη η οποία θεωρείται ένα  από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα της σύγχρονης έρευνας στο χώρο.  Επίσης, συζητάμε για τα περιβάλλοντα και τις τεχνικές που προάγουν  τους διαφορετικούς τύπους διγλωσσίας. Το θέμα που ενδιαφέρει ιδιαίτερα  όσους ασχολούνται με τη διγλωσσία είναι εάν και σε ποια σημεία  διαφέρει ένας δίγλωσσος από έναν μονόγλωσσο ομιλητή. Έτσι, στην τελική  υποενότητα του κεφαλαίου αναλύουμε τις υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί  για την οργάνωση του λεξιλογίου και της γραμματικής σε  ένα δίγλωσσο εγκέφαλο.

Στο δεύτερο κεφάλαιο αναφερόμαστε στη συνύπαρξη δύο γλωσσών στο ίδιο άτομο και πώς αυτή επηρεάζει τις γνωστικές ικανότητες και τη συμπεριφορά. Αναφερόμαστε σε έρευνες που αποδεικνύουν ότι η διγλωσσία ενισχύει την ανάπτυξη μιας κεντρικής και καίριας εγκεφαλικής λειτουργίας η οποία ονομάζεται εκτελεστική λειτουργία ή εκτελεστικός έλεγχος. Αυτή η λειτουργία δεν αφορά μόνο τη γλώσσα αλλά τη σκέψη, την προσοχή και τη μάθηση γενικότερα. Εξάλλου διαφορά στην εκτελεστική λειτουργία δίγλωσσων και μονόγλωσσων ατόμων έχει φανεί σε πειράματα που έγιναν σε ομάδες διαφόρων ηλικιών. Αυτό το πλεονέκτημα διατηρείται στους δίγλωσσους ενήλικες αλλά και προστατεύει τους ηλικιωμένους από την φυσική έκπτωση της λειτουργίας αυτής κατά τη γήρανση.

Μετά την παράθεση όλων των παραπάνω θεωρητικών ζητημάτων σχετικά με τη διγλωσσία γίνεται μια σύντομη αναφορά στους κυριότερους τύπους δίγλωσσης εκπαίδευσης. Στο τελευταίο (τρίτο) κεφάλαιο της ενότητας συζητάμε τη σχέση που έχουν τα διαφορετικά εκπαιδευτικά πλαίσια στα οποία εντάσσονται τα δίγλωσσα παιδιά. Παρουσιάζουμε τους γλωσσικούς και εκπαιδευτικούς στόχους που υπηρετούν και εξετάζουμε το κατά πόσο ενισχύουν τον γραπτό λόγο και στις δύο γλώσσες. Το ζητούμενο είναι αν η δίγλωσση εκπαίδευση ενισχύει όχι μόνον τον εγγραμματισμό (literacy) αλλά και την ισορροπία των δύο γλωσσών στο άτομο.